ψύξεως

ψύξεως
ψύ̱ξεω̆ς , ψῦξις
a cooling
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαργωτίδες — οι κρυοπαγήματα, ξεπαγιάσματα, χιονίστρες, διογκώσεις τών άκρων λόγω ψύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω + επίθημα ίς / ίδος μέσω ενός αμάρτυρου* μαργωτός] …   Dictionary of Greek

  • πολυγωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύγωνο ή μοιάζει με πολύγωνο 2. φρ. α) «πολυγωνικό μέτωπο» στρ. μέτωπο οχυρωμένο κατά πολυγωνική γραμμή β) «πολυγωνικά εδάφη» (γεωμορφ.) μορφές συνεχόμενων πολυγώνων στο έδαφος και στα επιφανειακά… …   Dictionary of Greek

  • υαλοκλαστίτης — ο, Ν (πετρογρ.) ηφαιστειακή απόθεση με τη μορφή τόφφου, η οποία σχηματίζεται από την έκχυση βασαλτικής λάβας κάτω από το νερό ή τον πάγο και τον επακόλουθο κατακερματισμό της λόγω ταχείας ψύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaloclastite… …   Dictionary of Greek

  • ψυκτηρίσκος — ὁ, Α υποκορ. μικρό σκεύος ψύξεως κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + επίθημα ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”